ισοζυγιάζω

ισοζυγιάζω
ισοζυγίζω 1. μετ.
1) уравновешивать, уравнивать, балансировать; 2) сквитать счёт; 2. αμετ. находиться в состоянии равновесия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ισοζυγιάζω" в других словарях:

  • ισοζυγιάζω — ισοζυγιάζω, ισοζύγιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ισοζυγίζω — και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω) κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω νεοελλ. 1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ 2. ισοφαρίζω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος,… …   Dictionary of Greek

  • ισοζυγίζω — ισοζύγισα, και ισοζυγιάζω ισοζύγιασα 1. μτβ., ισορροπώ. 2. αμτβ., βρίσκομαι σε ισορροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»